μεγαλογάστωρ: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(6_14) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγᾰλογάστωρ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλην γαστέρα, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 1013. | |lstext='''μεγᾰλογάστωρ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλην γαστέρα, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 1013. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλογάστωρ]], -ορος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωσσο</i>-<i>γάστωρ</i>, <i>κοιλο</i>-<i>γάστωρ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ,
A big-bellied, Sch.A.Th.1035.
German (Pape)
[Seite 105] ορος, großbäuchig, Schol. Aesch. Spt. 1043.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλογάστωρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλην γαστέρα, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 1013.
Greek Monolingual
μεγαλογάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. γλωσσο-γάστωρ, κοιλο-γάστωρ].