μεγάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(SL_2)
(24)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μεγᾱνωρ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[lordly]] μεγάνορος [[ἔξοχα]] πλούτου (O. 1.2)
|sltr=<b>μεγᾱνωρ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[lordly]] μεγάνορος [[ἔξοχα]] πλούτου (O. 1.2)
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγάνωρ]], -ορος, ὁ και ἡ (Α)<br />[[μεγαλήνωρ]], αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνήρ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>άνωρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγάνωρ Medium diacritics: μεγάνωρ Low diacritics: μεγάνωρ Capitals: ΜΕΓΑΝΩΡ
Transliteration A: megánōr Transliteration B: meganōr Transliteration C: meganor Beta Code: mega/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,

   A = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Pi.O.1.2.

German (Pape)

[Seite 108] ορος, den Mann verherrlichend, πλοῦτος, Pind. Ol. 1, 2. Vgl. μεγαλήνωρ.

Greek (Liddell-Scott)

μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Πινδ. Ο. 1. 4.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
c. μεγαλήνωρ.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.

English (Slater)

μεγᾱνωρ
   1 lordly μεγάνορος ἔξοχα πλούτου (O. 1.2)

Greek Monolingual

μεγάνωρ, -ορος, ὁ και ἡ (Α)
μεγαλήνωρ, αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + ἀνήρ (πρβλ. πολυ-άνωρ)].