μεγιστόπολις: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(SL_2)
(24)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μεγιστόπολις]] f. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[who]] makes cities [[supremely]] [[great]] (v. Williger, Sprachl. Untersuchungen, 18) [[Ἡσυχία]], Δίκας ὧ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2)
|sltr=[[μεγιστόπολις]] f. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[who]] makes cities [[supremely]] [[great]] (v. Williger, Sprachl. Untersuchungen, 18) [[Ἡσυχία]], Δίκας ὧ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2)
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγιστόπολις]], -ι (Α)<br />αυτός που καθιστά τις πόλεις μέγιστες ή αυτός που τους χαρίζει μέγιστη [[ευδαιμονία]] («Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέγιστος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μισό</i>-<i>πολις</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πολις</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγιστόπολις Medium diacritics: μεγιστόπολις Low diacritics: μεγιστόπολις Capitals: ΜΕΓΙΣΤΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: megistópolis Transliteration B: megistopolis Transliteration C: megistopolis Beta Code: megisto/polis

English (LSJ)

ι,

   A making cities greatest or most blest, Ἁσυχία, μ. Δίκας θύγατερ Pi.P. 8.2.

German (Pape)

[Seite 110] die Städte oder Staaten am größten machend, Δίκας μεγιστόπολι θύγατερ, Pind. P. 8, 2, heißt die Ruhe, der Friede.

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστόπολις: ι, καθιστῶν τὰς πόλεις μεγίστας ἢ εὐδαιμονεστάτας, Ἁσυχία, μ. θυγάτηρ Δίκης Πινδ. Π. 8. 2.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιος, att. εως;
qui rend les cités puissantes.
Étymologie: μέγιστος, πόλις.

English (Slater)

μεγιστόπολις f. adj.,
   1 who makes cities supremely great (v. Williger, Sprachl. Untersuchungen, 18) Ἡσυχία, Δίκας ὧ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2)

Greek Monolingual

μεγιστόπολις, -ι (Α)
αυτός που καθιστά τις πόλεις μέγιστες ή αυτός που τους χαρίζει μέγιστη ευδαιμονία («Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + πόλις (πρβλ. μισό-πολις, χρυσό-πολις)].