μελαναθήρ: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(6_2)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνᾰθήρ''': [[σῖτος]], ὁ, [[εἶδος]] μέλανος σίτου σπειρομένου κατὰ τὸ ἔαρ, Γεωπ. 3. 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.
|lstext='''μελᾰνᾰθήρ''': [[σῖτος]], ὁ, [[εἶδος]] μέλανος σίτου σπειρομένου κατὰ τὸ ἔαρ, Γεωπ. 3. 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελαναθήρ]], -[[έρος]], ὁ (Μ)<br /><b>φρ.</b> «[[μελαναθήρ]] σῑτος» — [[είδος]] μαύρου σίτου που σπέρνεται [[κατά]] την [[άνοιξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀθήρ]] «το [[αγκάθι]] του σταχιού»].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνᾰθήρ: σῖτος, ὁ, εἶδος μέλανος σίτου σπειρομένου κατὰ τὸ ἔαρ, Γεωπ. 3. 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monolingual

μελαναθήρ, -έρος, ὁ (Μ)
φρ. «μελαναθήρ σῑτος» — είδος μαύρου σίτου που σπέρνεται κατά την άνοιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἀθήρ «το αγκάθι του σταχιού»].