μελαναθήρ

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαναθήρ Medium diacritics: μελαναθήρ Low diacritics: μελαναθήρ Capitals: ΜΕΛΑΝΑΘΗΡ
Transliteration A: melanathḗr Transliteration B: melanathēr Transliteration C: melanathir Beta Code: melanaqh/r

English (LSJ)

σῖτος, -έρος, ὁ, dark kind of summer-wheat, Gp. 3.3.11 (μελαναίθηρ Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνᾰθήρ: σῖτος, ὁ, εἶδος μέλανος σίτου σπειρομένου κατὰ τὸ ἔαρ, Γεωπ. 3. 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monolingual

μελαναθήρ, -έρος, ὁ (Μ)
φρ. «μελαναθήρ σῖτος» — είδος μαύρου σίτου που σπέρνεται κατά την άνοιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἀθήρ «το αγκάθι του σταχιού»].

German (Pape)

έρος, ὁ, bei Hesych. μελαναίθηρ, eine besondere Weizenart, Geop.