μεσεγγυητής: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(a) |
(24) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] ὁ, der Bürge (?). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] ὁ, der Bürge (?). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεσεγγυητής''': -οῦ, ὁ, τὸ τρίτον [[πρόσωπον]] παρ’ ᾧ [[εἶναι]] κατατεθειμένη [[παρακαταθήκη]] τις ὡς [[ἐγγύησις]] ἢ [[ἀσφάλεια]], ([[μεσεγγύημα]]) Γλωσσ.· - παρ’ Ἡσυχ. μεσέγγυος, ὁ, «μεσέγγυον· μεσίτην». | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. μεσεγγυήτρια (ΑM [[μεσεγγυητής]]) [[μεσεγγυώ]]<br />[[πρόσωπο]] που αναλαμβάνει το [[μεσεγγύημα]], αλλ. [[μεσεγγυούχος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:37, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 137] ὁ, der Bürge (?).
Greek (Liddell-Scott)
μεσεγγυητής: -οῦ, ὁ, τὸ τρίτον πρόσωπον παρ’ ᾧ εἶναι κατατεθειμένη παρακαταθήκη τις ὡς ἐγγύησις ἢ ἀσφάλεια, (μεσεγγύημα) Γλωσσ.· - παρ’ Ἡσυχ. μεσέγγυος, ὁ, «μεσέγγυον· μεσίτην».
Greek Monolingual
ο, θηλ. μεσεγγυήτρια (ΑM μεσεγγυητής) μεσεγγυώ
πρόσωπο που αναλαμβάνει το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυούχος.