μεσόσφαιρος: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(6_17) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσόσφαιρος''': -ον, ὁ ἔχων [[μέγεθος]] μεσαίας (μετρίας) σφαίρας, «ἐξινιάσαντες καλάμους... ἐπὶ [[λεπτὸν]] ἐπιδιπλώσαντες τὰ φύλλα καὶ σφαιροειδῆ ποιοῦντες διείρουσι ταῖς ἀπὸ τῶν καλάμων ἴναις· γίνεται δὲ γένη [[τρία]] τὸ ἁδρόσφαιρον, [[μαλάβαθρον]] λεγόμενον, ἐκ δὲ τοῦ ὑποδεεστέρου τὸ μεσόσφαιρον, ἐκ δὲ τοῦ μικροτέρου τὸ [[μικρόσφαιρον]]» Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 38. | |lstext='''μεσόσφαιρος''': -ον, ὁ ἔχων [[μέγεθος]] μεσαίας (μετρίας) σφαίρας, «ἐξινιάσαντες καλάμους... ἐπὶ [[λεπτὸν]] ἐπιδιπλώσαντες τὰ φύλλα καὶ σφαιροειδῆ ποιοῦντες διείρουσι ταῖς ἀπὸ τῶν καλάμων ἴναις· γίνεται δὲ γένη [[τρία]] τὸ ἁδρόσφαιρον, [[μαλάβαθρον]] λεγόμενον, ἐκ δὲ τοῦ ὑποδεεστέρου τὸ μεσόσφαιρον, ἐκ δὲ τοῦ μικροτέρου τὸ [[μικρόσφαιρον]]» Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 38. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεσόσφαιρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] σφαίρας μέτριου μεγέθους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[μεσόσφαιρον]]<br />το μεσαίο [[είδος]] του ινδικού αρωματικού φυτού μαλαβάθρο, σε [[διάκριση]] από το μικρόσφαιρο και το αδρόσφαιρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφαίρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδρό</i>-<i>σφαιρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of middle globular size, Peripl. M.Rubr.65.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόσφαιρος: -ον, ὁ ἔχων μέγεθος μεσαίας (μετρίας) σφαίρας, «ἐξινιάσαντες καλάμους... ἐπὶ λεπτὸν ἐπιδιπλώσαντες τὰ φύλλα καὶ σφαιροειδῆ ποιοῦντες διείρουσι ταῖς ἀπὸ τῶν καλάμων ἴναις· γίνεται δὲ γένη τρία τὸ ἁδρόσφαιρον, μαλάβαθρον λεγόμενον, ἐκ δὲ τοῦ ὑποδεεστέρου τὸ μεσόσφαιρον, ἐκ δὲ τοῦ μικροτέρου τὸ μικρόσφαιρον» Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 38.
Greek Monolingual
μεσόσφαιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας μέτριου μεγέθους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόσφαιρον
το μεσαίο είδος του ινδικού αρωματικού φυτού μαλαβάθρο, σε διάκριση από το μικρόσφαιρο και το αδρόσφαιρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. αδρό-σφαιρος].