μηκηθμός: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6_14)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηκηθμός''': ὁ, = [[μηκασμός]], Ὀππ. Κυν. 2. 339. (Πρβλ. [[μυκηθμός]]).
|lstext='''μηκηθμός''': ὁ, = [[μηκασμός]], Ὀππ. Κυν. 2. 339. (Πρβλ. [[μυκηθμός]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[μηκηθμός]], ὁ (Α)<br />η [[φωνή]] τών ζώων, ο [[μηκασμός]] («διὰ τοῡ μηκηθμοῡ τῆς ὄνου», Γρηγ. Νύσσ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μηκ</i>-<i>ῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ηθμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βρυχ</i>-[[ηθμός]])].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκηθμός Medium diacritics: μηκηθμός Low diacritics: μηκηθμός Capitals: ΜΗΚΗΘΜΟΣ
Transliteration A: mēkēthmós Transliteration B: mēkēthmos Transliteration C: mikithmos Beta Code: mhkhqmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Opp.C.2.359.

German (Pape)

[Seite 171] ὁ, = μηκασμός, Opp. Cyn. 2, 359.

Greek (Liddell-Scott)

μηκηθμός: ὁ, = μηκασμός, Ὀππ. Κυν. 2. 339. (Πρβλ. μυκηθμός).

Greek Monolingual

μηκηθμός, ὁ (Α)
η φωνή τών ζώων, ο μηκασμός («διὰ τοῡ μηκηθμοῡ τῆς ὄνου», Γρηγ. Νύσσ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηκ-ῶμαι + επίθημα -ηθμός (πρβλ. βρυχ-ηθμός)].