μετωπίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(6_12)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετωπίς''': -ίδος, ἡ, «ἰατρικὸς [[ἐπίδεσμος]]» (δηλ. τοῦ μετώπου) Ἡσύχ.
|lstext='''μετωπίς''': -ίδος, ἡ, «ἰατρικὸς [[ἐπίδεσμος]]» (δηλ. τοῦ μετώπου) Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετωπίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ιατρικός]] [[ἐπίδεσμος]]» του μετώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετωπ</i>-<i>ίδ</i>-<i>ς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιδ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωττ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπίς Medium diacritics: μετωπίς Low diacritics: μετωπίς Capitals: ΜΕΤΩΠΙΣ
Transliteration A: metōpís Transliteration B: metōpis Transliteration C: metopis Beta Code: metwpi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A head-bandage, Hsch.

German (Pape)

[Seite 164] ίδος, ἡ, Stirnband, nach Hesych. ἰατρικὸν ἐπίδεσμον.

Greek (Liddell-Scott)

μετωπίς: -ίδος, ἡ, «ἰατρικὸς ἐπίδεσμος» (δηλ. τοῦ μετώπου) Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μετωπίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ιατρικός ἐπίδεσμος» του μετώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετωπ-ίδ-ς < μέτωπον + επίθημα -ιδ- (πρβλ. γλωττ-ίς)].