μηλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(6_1)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλίζω''': ([[μῆλον]] Β) ἔχω [[χρῶμα]] κιτρινωπὸν [[οἷον]] τὸ τοῦ κυδωνίου, Διοσκ. 1. 173.
|lstext='''μηλίζω''': ([[μῆλον]] Β) ἔχω [[χρῶμα]] κιτρινωπὸν [[οἷον]] τὸ τοῦ κυδωνίου, Διοσκ. 1. 173.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηλίζω]] (Α) [[[μήλον]] (Ι)]<br />[[είμαι]] όμοιος με [[κυδώνι]] [[κατά]] το [[χρώμα]], έχω κιτρινωπό [[χρώμα]] («πυροὶ πρὸς ὑγείας χρῆσιν ἄριστοι,... τῇ χροίᾳ μηλίζουσι», <b>Διοσκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλίζω Medium diacritics: μηλίζω Low diacritics: μηλίζω Capitals: ΜΗΛΙΖΩ
Transliteration A: mēlízō Transliteration B: mēlizō Transliteration C: milizo Beta Code: mhli/zw

English (LSJ)

(μῆλον B)

   A to be of a quince-yellow, Dsc.1.120, Archig. ap. Orib.44.26.1, Gal.12.150.

German (Pape)

[Seite 172] dem Apfel ähnlich sein, bes. an Farbe, quittengelb sein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μηλίζω: (μῆλον Β) ἔχω χρῶμα κιτρινωπὸν οἷον τὸ τοῦ κυδωνίου, Διοσκ. 1. 173.

Greek Monolingual

μηλίζω (Α) [[[μήλον]] (Ι)]
είμαι όμοιος με κυδώνι κατά το χρώμα, έχω κιτρινωπό χρώμα («πυροὶ πρὸς ὑγείας χρῆσιν ἄριστοι,... τῇ χροίᾳ μηλίζουσι», Διοσκ.).