μήνιον: Difference between revisions
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />pivoine, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | |btext=ου (τό) :<br />pivoine, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μήνιον]], τὸ (Α)<br />η [[γλυκυσίδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i> «[[μήνας]]», λόγω της χρησιμότητας του φυτού σε αστρολογικές παρατηρήσεις]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = γλυκυσίδη, Ps.-Dsc.3.140.
German (Pape)
[Seite 174] τό, Tempel der Mondgöttinn, Paus. 6, 26. – Bei Diosc. eine Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
μήνιον: τό, = παιονία Διοσκ. 3, 147 (157) ἐκ τῶν νόθων.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pivoine, plante.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
μήνιον, τὸ (Α)
η γλυκυσίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», λόγω της χρησιμότητας του φυτού σε αστρολογικές παρατηρήσεις].