μιξόθηλυς: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(6_22)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιξόθηλυς''': υ, ὁ ἐν μέρει [[θῆλυς]], ὁ ἔχων τι θηλυπρεπές, Φιλόχορ. 23, Φιλόστρ. 623.
|lstext='''μιξόθηλυς''': υ, ὁ ἐν μέρει [[θῆλυς]], ὁ ἔχων τι θηλυπρεπές, Φιλόχορ. 23, Φιλόστρ. 623.
}}
{{grml
|mltxt=[[μιξόθηλυς]], -υ (Α)<br />[[θηλυπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[θῆλυς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρό</i>-<i>θηλυς</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξόθηλυς Medium diacritics: μιξόθηλυς Low diacritics: μιξόθηλυς Capitals: ΜΙΞΟΘΗΛΥΣ
Transliteration A: mixóthēlys Transliteration B: mixothēlys Transliteration C: miksothilys Beta Code: mico/qhlus

English (LSJ)

υ,

   A partly female, Philoch.23; τὴν φωνὴν μ. Philostr.VS2.30.

German (Pape)

[Seite 189] υ, mit Weiblichem gemischt, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

μιξόθηλυς: υ, ὁ ἐν μέρει θῆλυς, ὁ ἔχων τι θηλυπρεπές, Φιλόχορ. 23, Φιλόστρ. 623.

Greek Monolingual

μιξόθηλυς, -υ (Α)
θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + θῆλυς (πρβλ. ανδρό-θηλυς)].