μοιρονόμος: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6_15) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοιρονόμος''': -ον, ([[νέμω]]) ὁ διανέμων τὰς τύχας, Ἀριστείδ. 1. 298. | |lstext='''μοιρονόμος''': -ον, ([[νέμω]]) ὁ διανέμων τὰς τύχας, Ἀριστείδ. 1. 298. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοιρονόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορίζει την [[τύχη]] σε καθέναν από τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]] «πεπρωμένο»·[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[μοιράζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κληρο</i>-[[νόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (νέμω)
A dispensing fate, Aristid.Or.48(24).31.
German (Pape)
[Seite 198] Schicksal vertheilend, Aristid.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρονόμος: -ον, (νέμω) ὁ διανέμων τὰς τύχας, Ἀριστείδ. 1. 298.
Greek Monolingual
μοιρονόμος, -ον (Α)
αυτός που ορίζει την τύχη σε καθέναν από τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα «πεπρωμένο»·νόμος (< νέμω «μοιράζω»), πρβλ. κληρο-νόμος.