μονοσάνδαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοσάνδᾰλος''': -ον, ὁ φορῶν ἓν μόνον [[σανδάλιον]], Ἀπολλόδ. 1. 9., 16. 3.
|lstext='''μονοσάνδᾰλος''': -ον, ὁ φορῶν ἓν μόνον [[σανδάλιον]], Ἀπολλόδ. 1. 9., 16. 3.
}}
{{grml
|mltxt=και μονοσάνταλος, -η, -ο (Α [[μονοσάνδαλος]], -ον)<br />αυτός που [[φορά]] ένα μόνο [[σανδάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σανδάλι]](<i>ον</i>) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χρυσο</i>-[[σάνδαλος]])].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοσάνδᾰλος Medium diacritics: μονοσάνδαλος Low diacritics: μονοσάνδαλος Capitals: ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΣ
Transliteration A: monosándalos Transliteration B: monosandalos Transliteration C: monosandalos Beta Code: monosa/ndalos

English (LSJ)

ον,

   A with but one sandal, Apollod.1.9.16.

German (Pape)

[Seite 205] mit einer Sandale; Apolld. 1, 9, 16; Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

μονοσάνδᾰλος: -ον, ὁ φορῶν ἓν μόνον σανδάλιον, Ἀπολλόδ. 1. 9., 16. 3.

Greek Monolingual

και μονοσάνταλος, -η, -ο (Α μονοσάνδαλος, -ον)
αυτός που φορά ένα μόνο σανδάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σανδάλι(ον) (πρβλ. χρυσο-σάνδαλος)].