μίξη: Difference between revisions
From LSJ
(25) |
(No difference)
|
Revision as of 07:39, 29 September 2017
Greek Monolingual
και μείξη, η (ΑΜ μίξις, -εως, Α και μεῑξις) [[μ(ε)ίγνυμι]]
1. η ενέργεια του μιγνύω, ανάμιξη, ανακάτωμα («σηπομένου τοῡ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.)
2. η επαφή, η συνεύρεση με άλλο πρόσωπο (α. «σαρκική μίξη» β. «μίξις ὄνων πρὸς ἵππους», Ανακρ.)
3. το ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας και ρυθμοποιίας στην αρχαία ελληνική μουσική
νεοελλ.
μουσ. η τεχνική της ανάμιξης, του συνδυασμού τών ηχητικών στοιχείων που συνθέτουν ένα μουσικό έργο, αλλ. μιξάζ.