μισοπράγμων: Difference between revisions

From LSJ
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσοπράγμων''': -ον, ὁ μισῶν τὴν ἀνάμιξιν εἰς τὰ πράγματα, τοὺς περισπασμοὺς τοῦ βίου, ἀποφεύγων τὴν πολυπραγμοσύνην, [[φιλήσυχος]], Δαμάσκιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 352. 19.
|lstext='''μῑσοπράγμων''': -ον, ὁ μισῶν τὴν ἀνάμιξιν εἰς τὰ πράγματα, τοὺς περισπασμοὺς τοῦ βίου, ἀποφεύγων τὴν πολυπραγμοσύνην, [[φιλήσυχος]], Δαμάσκιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 352. 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισοπράγμων]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί, που αποφεύγει την [[πολυπραγμοσύνη]], [[φιλήσυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλο</i>-<i>πράγμων</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοπράγμων Medium diacritics: μισοπράγμων Low diacritics: μισοπράγμων Capitals: ΜΙΣΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: misoprágmōn Transliteration B: misopragmōn Transliteration C: misopragmon Beta Code: misopra/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A hating business, Dam.Isid.296.

German (Pape)

[Seite 192] ον, die Geschäfte, das thätige Leben hassend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοπράγμων: -ον, ὁ μισῶν τὴν ἀνάμιξιν εἰς τὰ πράγματα, τοὺς περισπασμοὺς τοῦ βίου, ἀποφεύγων τὴν πολυπραγμοσύνην, φιλήσυχος, Δαμάσκιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 352. 19.

Greek Monolingual

μισοπράγμων, -ον (Α)
αυτός που μισεί, που αποφεύγει την πολυπραγμοσύνη, φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. φιλο-πράγμων].