μνηστηροκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μνηστηροκτόνος''': -ον, ὁ τοὺς μνηστῆρας φονεύων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 38.
|lstext='''μνηστηροκτόνος''': -ον, ὁ τοὺς μνηστῆρας φονεύων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 38.
}}
{{grml
|mltxt=[[μνηστηροκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει τους μνηστήρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνηστήρ]], -<i>ῆρος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνηστηροκτόνος Medium diacritics: μνηστηροκτόνος Low diacritics: μνηστηροκτόνος Capitals: ΜΝΗΣΤΗΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: mnēstēroktónos Transliteration B: mnēstēroktonos Transliteration C: mnistiroktonos Beta Code: mnhsthrokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A suitor-slaying, πατὴρ Οἰνόμαος Sch.Il.1.38.

German (Pape)

[Seite 196] die Freier tödtend, Schol. Il. 1, 38 u. Lycophr. 156.

Greek (Liddell-Scott)

μνηστηροκτόνος: -ον, ὁ τοὺς μνηστῆρας φονεύων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 38.

Greek Monolingual

μνηστηροκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει τους μνηστήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνηστήρ, -ῆρος + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.