μόγις: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(T22) |
(25) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[μόγος]] [[toil]]), from [[Homer]] [[down]], [[hardly]], [[with]] [[difficulty]]: WH Tr marginal [[reading]] [[μόλις]], [[which]] [[see]]). (3 Maccabees 7:6.) | |txtha=([[μόγος]] [[toil]]), from [[Homer]] [[down]], [[hardly]], [[with]] [[difficulty]]: WH Tr marginal [[reading]] [[μόλις]], [[which]] [[see]]). (3 Maccabees 7:6.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μόγις]] και αιολ. τ. μύγις (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[μόλις]] και [[μετά]] βίας, δύσκολα («[[μόγις]] δὲ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόγος]] «[[πόνος]], [[ταλαιπωρία]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέχρι]](<i>ς</i>), [[χωρίς]], [[μόλις]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
Aeol. μύγις Jo.Gramm.Comp.3.10: Adv., (μόγος)
A with toil and pain, i. e. hardly, scarcely, Il.9.355, Od.3.119, Hdt.1.116, Ev.Luc.9.39, etc.; μ. ἀνεκτοί Lys.22.10; μ. παρειποῦσ' A.Pr.131 (lyr.); μ. πολλῷ πόνῳ Id.Pers.509; τὸν μ. Ἀττικόν Pl.Com.31; πάνυ μ. Pl. Prt.360d; μ. πως Id.Chrm.155e; μ. καὶ κατ' ὀλίγον Charito 1.8; βίᾳ καὶ μ. Pl.Phd.108b.—Cf. the post-Hom. μόλις: μόλις is rare in Att. Prose, exc. in Pl., where it is commoner than μόλις; both forms in codd. of Th. [ῑ metri gr., Il.22.412.]
German (Pape)
[Seite 196] mit Anstrengung, mit Mühe, kaum; μόγις δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν, Il. 9, 355; μόγις δ' ἐσαγείρατο θυμόν, 21, 417; μόγις δ' ἐτέλεσσε Κρονίων, Od. 3, 119; Aesch. Prom. 131 Pers. 501; Eur. κατεῖπ' ἀναγκασθεὶς μόγις, Ion 1215; Ar. Lys. 328; Her. 1, 116; bei Thuc. 1, 11 u. sonst schwankt die Lesart; βίᾳ καὶ μόγις οἴχεται ἀγομένη, Plat. Theaet. 160 e; ξυνέφη μόγις, Rep. I, 346 c; Euthyd. 282 d haben alle mss. μόλις διὰ μακρῶν λεγόμενον, wie Ax. 368 b u. Sp., z. B. Pol. 30, 2, 4. – [Ι ist Il. 22, 412 in der Vershebung lang gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
μόγῐς: Ἐπίρρ., (μόγος) μετὰ κόπου καὶ πόνου, δηλ. μόλις, μετὰ δυσκολίας, Ἰλ. Ι. 355, Ὀδ. Γ. 119, κτλ., Ἡρόδ. 1. 116, Λυσ. 166. 10· μόγις παρειποῦσ’ Αἰσχύλ. Πρ. 131, πρβλ. Πέρσ. 509· τὸν μαινόμενον, τὸν Κρῆτα, τὸν μόγις Ἀττικὸν Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 6· μηθενὸς δεῖσθαι ἢ μ., ἢ μόλις τινός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 26· πάνυ μ. Πλάτ. Πρωτ. 360D· μ. πως ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 155Ε· - συχνάκις συνάπτεται μετὰ παρομοίου ἐπιρρήματος, μόγις καὶ βραδέως, μόγις καὶ κατ’ ὀλίγον, κτλ., «μόλις καὶ μετὰ βίας», Duker εἰς Θουκ. 7. 40, Dorv. εἰς Χαρίτ. σ. 345· βίᾳ καὶ μ. Πλάτ. Φαίδων 108Β. - Πρβλ. τὸ μεθ’ Ὅμ. μόλις, καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 163-165. [ῑ ἐν ἄρσει, Ἰλ. Χ. 412].
French (Bailly abrégé)
adv.
avec peine.
Étymologie: μόγος.
English (Strong)
adverb from a primary mogos (toil); with difficulty: hardly.
English (Thayer)
(μόγος toil), from Homer down, hardly, with difficulty: WH Tr marginal reading μόλις, which see). (3 Maccabees 7:6.)
Greek Monolingual
μόγις και αιολ. τ. μύγις (Α)
επίρρ. μόλις και μετά βίας, δύσκολα («μόγις δὲ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + επιρρμ. κατάλ. -ις (πρβλ. μέχρι(ς), χωρίς, μόλις)].