μονοσταλής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
(6_4)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοσταλής''': «ὁ κατὰ [[μόνος]] στελλόμενος» Ἡσύχ.
|lstext='''μονοσταλής''': «ὁ κατὰ [[μόνος]] στελλόμενος» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοσταλής]], -ές (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[μονόστολος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>σταλής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοστᾰλής Medium diacritics: μονοσταλής Low diacritics: μονοσταλής Capitals: ΜΟΝΟΣΤΑΛΗΣ
Transliteration A: monostalḗs Transliteration B: monostalēs Transliteration C: monostalis Beta Code: monostalh/s

English (LSJ)

ές,

   A = μονόστολος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 205] ές, ὁ κατὰ μόνας στελλόμενος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μονοσταλής: «ὁ κατὰ μόνος στελλόμενος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μονοσταλής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μονόστολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σταλής (< στέλλω), πρβλ. ευ-σταλής].