μουνογενής: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion. c.</i> [[μονογενής]]. | |btext=<i>ion. c.</i> [[μονογενής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μουνογενής]], -ές (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[μονογενής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 29 September 2017
English (LSJ)
μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.
Greek (Liddell-Scott)
μουνογενής: -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. μονογενής.
Greek Monolingual
μουνογενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. μονογενής.