νεκροθήκη: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_9) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεκροθήκη''': ἡ, [[θήκη]] νεκροῦ, [[τάφος]], ἢ νεκροδόχον [[ἀγγεῖον]], Εὐρ. Ἀποσπ. 475. 17. | |lstext='''νεκροθήκη''': ἡ, [[θήκη]] νεκροῦ, [[τάφος]], ἢ νεκροδόχον [[ἀγγεῖον]], Εὐρ. Ἀποσπ. 475. 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[νεκροθήκη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θήκη]] για [[εναπόθεση]] [[νεκρών]], [[σαρκοφάγος]]<br /><b>2.</b> [[θήκη]] για [[εναπόθεση]] οστών, [[οστεοθήκη]], [[λειψανοθήκη]]<br /><b>3.</b> [[φέρετρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υδρία]], [[αγγείο]] όπου τοποθετούσαν τη σποδό τών [[νεκρών]], [[τεφροδόχος]] [[κάλπη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A coffin or urn, E.Fr.472.17 (anap.); place for a coffin or urn, prob. in Rev.Bibl.39.532 (pl., Palmyra, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 237] ἡ, Todtenbehältniß, Sarg, Urne, Eur. bei Porphyr. de abstin. 4, 19.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροθήκη: ἡ, θήκη νεκροῦ, τάφος, ἢ νεκροδόχον ἀγγεῖον, Εὐρ. Ἀποσπ. 475. 17.
Greek Monolingual
η (Α νεκροθήκη)
νεοελλ.
1. θήκη για εναπόθεση νεκρών, σαρκοφάγος
2. θήκη για εναπόθεση οστών, οστεοθήκη, λειψανοθήκη
3. φέρετρο
αρχ.
υδρία, αγγείο όπου τοποθετούσαν τη σποδό τών νεκρών, τεφροδόχος κάλπη.