νεαίρετος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vient d’être pris.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[αἱρέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui vient d’être pris.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[αἱρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νεαίρετος]], -ον (Α)<br />αυτός που κυριεύθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο ή αυτός που συνελήφθη πρόσφατα («πόλιν νεαίρετον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αιρετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αἱρῶ</i> «[[κυριεύω]]»)].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεαίρετος Medium diacritics: νεαίρετος Low diacritics: νεαίρετος Capitals: ΝΕΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: neaíretos Transliteration B: neairetos Transliteration C: neairetos Beta Code: neai/retos

English (LSJ)

ον,

   A newly taken, θήρ A.Ag.1063; πόλις ib.1065; βούβαλις Id.Fr.330.

German (Pape)

[Seite 234] neuerdings, eben erst gefangen, erobert, θήρ, πόλις, Aesch. Ag. 1033. 1035.

Greek (Liddell-Scott)

νεαίρετος: -ον, νεωστὶ συλληφθείς, κυριευθείς, θὴρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1063· πόλις αὐτόθι 1065· βούβαλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 316.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient d’être pris.
Étymologie: νέος, αἱρέω.

Greek Monolingual

νεαίρετος, -ον (Α)
αυτός που κυριεύθηκε μόλις πριν από λίγο ή αυτός που συνελήφθη πρόσφατα («πόλιν νεαίρετον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αιρετος (< αἱρῶ «κυριεύω»)].