νοτισμός: Difference between revisions

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source
(6_14)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοτισμός''': ὁ, [[ὑγρότης]], οἵα ἡ τῶν δακρύων, Φωτ. Βιβλ. 342. 11.
|lstext='''νοτισμός''': ὁ, [[ὑγρότης]], οἵα ἡ τῶν δακρύων, Φωτ. Βιβλ. 342. 11.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[νοτισμός]]) [[νοτίζω]]<br />[[νότισμα]], ύγρανση<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εμπότιση]] αντικειμένων σε [[νερό]] ή σε [[άλλο]] [[υγρό]], [[διαβροχή]].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτισμός Medium diacritics: νοτισμός Low diacritics: νοτισμός Capitals: ΝΟΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: notismós Transliteration B: notismos Transliteration C: notismos Beta Code: notismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A wetting, Dam.Isid.92.    II moisture, Sor.1.118.

Greek (Liddell-Scott)

νοτισμός: ὁ, ὑγρότης, οἵα ἡ τῶν δακρύων, Φωτ. Βιβλ. 342. 11.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νοτισμός) νοτίζω
νότισμα, ύγρανση
μσν.-αρχ.
εμπότιση αντικειμένων σε νερό ή σε άλλο υγρό, διαβροχή.