νησοειδής: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à une île.<br />'''Étymologie:''' [[νῆσος]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à une île.<br />'''Étymologie:''' [[νῆσος]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νησοειδής]], -ές (Α) [[νήσος]]<br />αυτός που μοιάζει με [[νησί]] («τῷ δ' ὕψει μέγα καὶ ὄρθιον [[ὥστε]] [[πόρρωθεν]] νησοειδὲς φαίνεσθαι», Στράθ.).
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νησοειδής Medium diacritics: νησοειδής Low diacritics: νησοειδής Capitals: ΝΗΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: nēsoeidḗs Transliteration B: nēsoeidēs Transliteration C: nisoeidis Beta Code: nhsoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like an island, Str.3.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

νησοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νῆσον, Στράβ. 139.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à une île.
Étymologie: νῆσος, εἶδος.

Greek Monolingual

νησοειδής, -ές (Α) νήσος
αυτός που μοιάζει με νησί («τῷ δ' ὕψει μέγα καὶ ὄρθιον ὥστε πόρρωθεν νησοειδὲς φαίνεσθαι», Στράθ.).