νοαρέως: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοαρέως''': Ἐπίρρ., «[[νουνεχόντως]]» Ἡσύχ. [νοερῶς Albertus]. | |lstext='''νοαρέως''': Ἐπίρρ., «[[νουνεχόντως]]» Ἡσύχ. [νοερῶς Albertus]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νοαρέως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νουνεχόντως]]»<br /><b>2.</b> (στον συγκριτ.) <i>νοαρώτερον</i><br />με μεγαλύτερη [[περίσκεψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νοαρός]], δωρ. τ. του [[νοηρός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>έως</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. νοήρης.
Greek (Liddell-Scott)
νοαρέως: Ἐπίρρ., «νουνεχόντως» Ἡσύχ. [νοερῶς Albertus].
Greek Monolingual
νοαρέως (Α)
επίρρ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «νουνεχόντως»
2. (στον συγκριτ.) νοαρώτερον
με μεγαλύτερη περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοαρός, δωρ. τ. του νοηρός + επιρρμ. κατάλ. -έως].