ξυλοχίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him

Source
(6_6)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοχίζομαι''': Δωρ. -ίσδομαι, = [[ξυλίζομαι]], Θεόκρ. 5. 65.
|lstext='''ξῠλοχίζομαι''': Δωρ. -ίσδομαι, = [[ξυλίζομαι]], Θεόκρ. 5. 65.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλοχίζομαι]], δωρ. τ. ξυλοχίσδομαι (Α) [[ξύλοχος]]<br />[[μαζεύω]] ξύλα, [[κόβω]] ξύλα, [[ξυλεύομαι]].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοχίζομαι Medium diacritics: ξυλοχίζομαι Low diacritics: ξυλοχίζομαι Capitals: ΞΥΛΟΧΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: xylochízomai Transliteration B: xylochizomai Transliteration C: ksylochizomai Beta Code: culoxi/zomai

English (LSJ)

Dor. ξῠλοχ-ίσδομαι,

   A = ξυλίζομαι, ἐρείκας Theoc.5.65.

German (Pape)

[Seite 282] dor. ξυλοχίσδομαι, = ξυλίζομαι, Theocr. 5, 65.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοχίζομαι: Δωρ. -ίσδομαι, = ξυλίζομαι, Θεόκρ. 5. 65.

Greek Monolingual

ξυλοχίζομαι, δωρ. τ. ξυλοχίσδομαι (Α) ξύλοχος
μαζεύω ξύλα, κόβω ξύλα, ξυλεύομαι.