ξύλοχος

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοχος Medium diacritics: ξύλοχος Low diacritics: ξύλοχος Capitals: ΞΥΛΟΧΟΣ
Transliteration A: xýlochos Transliteration B: xylochos Transliteration C: ksylochos Beta Code: cu/loxos

English (LSJ)

ἡ, thicket, copse, ξύλοχον κάτα βοσκομενάων Il.5.162; βαθείης ἐκ ξυλόχοιο 11.415, 21.573; ἐν ξυλόχῳ… λέοντος in his lair, Od.4.335, cf. 19.445; κραναῇ κείμεθ' ἐνὶ ξ. AP7.445 (Pers.): also in late Prose, Palaeph.14: pl., Stud.Pont.3.16 (Amisus, ii/i B.C.), Coluth.42, Anacreont. 29.5.

German (Pape)

[Seite 282] ὁ, waldige Gegend, Gebüsch, bes. als Aufenthalt des Wildes; Il. 11, 415. 21, 573; ἐν ξυλόχῳ λέοντος, Od. 4, 335, im waldigen Schlupfwinkel, Aufenthalt des Löwen, vgl. 19, 445; sp. D., wie Anacr. 29, 5, Coluth. 41.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lieu boisé, taillis, fourré où se retirent les bêtes sauvages.
Étymologie: ξύλον, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ξύλοχος: (ῠ) ὁ лесная заросль, чаща (βαθείης ἐκ ξυλόχοιο Hom.): ἐν ξυλόχῳ λέοντος Hom. в логове льва.

Greek (Liddell-Scott)

ξύλοχος: [ῠ], ἡ, τόπος σύνδενδρος καὶ ὑλώδης, δρυμός, ξύλοχον κάτα βοσκομενάων Ἰλ. Ε. 162· βαθείης ἐκ ξυλόχοιο Λ. 415., Φ. 573· ἐν ξυλόχῳ ... λέοντος, ἐν τῇ φωλεᾷ αὐτοῦ Ὀδ. Δ. 335, πρβλ. Τ. 445. (Οὐχὶ ἐκ τοῦ λόχος).

English (Autenrieth)

thicket, jungle.

Greek Monolingual

ξύλοχος, ἡ (ΑΜ)
1. τόπος γεμάτος δένδρα
2. λόχμη, πυκνό δάσος, ιδίως ως κατοικία άγριων ζώων («ἐν ξυλόχῳ... κρατεροῖο λέοντος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. έχει προέλθει από αμάρτυρο ξυλόλοχος με απλολογία (< ξύλον + λόχος), δηλ. «φωλιά που βρισκόταν μέσα σε δάσος». Η λ. ξύλοχος συνδέεται σημασιολογικά με τη λ. λόχμη «δάσος με θάμνους όπου κρύβονται άγρια ζώα», από όπου πιθ. το θηλυκό της γένος].

Greek Monotonic

ξύλοχος: [ῠ], ἡ (πιθ. από ξύλον ἔχω), πυκνό δάσος, λόχμη, δρυμός, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: λόχμη, lair, also thicket, bush? (Hom., AP, Anakreont., also late prose).
Derivatives: ξυλοχίζομαι (-ίσδ-) prob. = ξυλίζομαι (Theoc. 5,65; s. ξύλον).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Of old explained from *ξυλό-λοχος through haplology; the exacter semantic interpretation remains uncertain; cf. Solmsen Unt. 97 n. 1 (p. 98). Because of the femin. gender (after λόχμη?) Bechtel Lex. s. v. points to the possibility of adjectival origin; so prop. "having dry wood as bed" (sc. εὑνή)?

Middle Liddell

ξῠ́λ-οχος, ἡ, [perhaps from ξύλον, ἔχω]
a thicket, copse, Il.

Frisk Etymology German

ξύλοχος: {ksúlokhos}
Grammar: f.
Meaning: λόχμη, Wildlager, auch Dickicht, Gebüsch? (Hom., AP, Anakreont., auch sp. Prosa).
Derivative: Davon ξυλοχίζομαι (-ίσδ-) wohl = ξυλίζομαι (Theok. 5,65; s. ξύλον).
Etymology: Seit alters aus *ξυλόλοχος durch Haplologie erklärt; die nähere semantische Begründung bleibt ungewiß; vgl. Solmsen Unt. 97 A. 1 (S. 98). Wegen des femin. Genus (nach λόχμη?) weist Bechtel Lex. s. v. auf die Möglichkeit adjektivischen Ursprungs hin; somit eig. "dürres Holz zum Bett habend" (sc. εὐνή)?
Page 2,339