ξυλοχίζομαι
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
Dor. ξυλοχίσδομαι, = ξυλίζομαι, ἐρείκας Theoc.5.65.
German (Pape)
[Seite 282] dor. ξυλοχίσδομαι, = ξυλίζομαι, Theocr. 5, 65.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλοχίζομαι: дор. ξῦλοχίσδομαι Theocr. = ξυλίζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοχίζομαι: Δωρ. -ίσδομαι, = ξυλίζομαι, Θεόκρ. 5. 65.
Greek Monolingual
ξυλοχίζομαι, δωρ. τ. ξυλοχίσδομαι (Α) ξύλοχος
μαζεύω ξύλα, κόβω ξύλα, ξυλεύομαι.
Greek Monotonic
ξῠλοχίζομαι: Δωρ. -ίσδομαι, = ξυλίζομαι, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ξῠλοχίζομαι, [doric ίσδομαι, = ξυλίζομαι, Theocr.]