νυμφαῖος: Difference between revisions
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui concerne les nymphes, consacré aux nymphes.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]]. | |btext=α, ον :<br />qui concerne les nymphes, consacré aux nymphes.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α νυμφαῑος, -αία, -ον) [[Νύμφα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ο υ σ.) <i>το νυμφαίο</i>(<i>ν</i>)<br />[[ιερό]] τών Νυμφῶν, [[τόπος]] όπου λατρευόταν οι Νύμφες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κρήνη]], [[βρύση]], [[πηγή]] με αρχιτεκτονικό [[βάθος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Νυμφαῑα</i><br />[[εορτή]] [[προς]] τιμήν τών Νυμφών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νυμφαία]] [[πτέρις]]»<br />i) το [[φυτό]] [[θηλυπτερίς]]. ii) το [[φυτό]] [[δρυοπτερίς]]. β) «[[νυμφαία]] [[λιβάς]]». πηγαίο, καθαρό [[νερό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, (νύμφη)
A of or sacred to the Nymphs, σκοπιαί E.El.447(lyr.) ; νᾶμα AP14.71 ; δρυες Tryph.324 ; νυμφαία λιβάς pure spring water, prob.l. in Antiph.52.13. II νυμφαῖον, τό, sanctuary of the Nymphs, IG 11(2).144A91 (Delos, iv B. C.), CIG4616 (Syria, ii A. D.), Plu.Alex.7, etc. : Boeot. νυνφῆον Schwyzer 485.6 (Thespiae, iii B. C.) ; esp. fountain with architectural background, Philostr.VA8.12. III ν. πτέρις, = θηλυπτερίς, Dsc.4.185 ; = δρυοπτερίς, Ps.-Dsc.4.187. [νυμφαῐον is doubtful in E.IT216 (lyr.) : fort. νύμφαν.]
Greek (Liddell-Scott)
νυμφαῖος: -α, -ον, (νύμφη) ὁ ἀνήκων ἢ ἀφιερωμένος εἰς τὰς νύμφας, σκοπιαὶ Εὐρ. Ἑλ. 447˙ νᾶμα Ἀνθ. Π. 14. 71˙ νυμφαία λιβάς, καθαρὸν πηγαῖον ὕδωρ, πιθ. γραφὴ ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 1. 13. ἔνθα ἴδε Meineke.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les nymphes, consacré aux nymphes.
Étymologie: νύμφη.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α νυμφαῑος, -αία, -ον) Νύμφα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.)
2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν)
ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. κρήνη, βρύση, πηγή με αρχιτεκτονικό βάθος
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νυμφαῑα
εορτή προς τιμήν τών Νυμφών
3. φρ. α) «νυμφαία πτέρις»
i) το φυτό θηλυπτερίς. ii) το φυτό δρυοπτερίς. β) «νυμφαία λιβάς». πηγαίο, καθαρό νερό.