μυδαίνω: Difference between revisions

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
(6_1)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡδαίνω''': ([[μύδος]]) [[διαβρέχω]], [[ὑγραίνω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1042, Λυκόφρ. 1008· [[ὡσαύτως]] = [[σήπω]], Ἡσύχ.
|lstext='''μῡδαίνω''': ([[μύδος]]) [[διαβρέχω]], [[ὑγραίνω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1042, Λυκόφρ. 1008· [[ὡσαύτως]] = [[σήπω]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυδαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υγραίνω]], [[μουσκεύω]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σήπω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυδ</i>- του <i>μυδῶ</i> «[[είμαι]] [[μούσκεμα]]» με μεταβατική σημ. [[κατά]] τα ρ. σε -[[αίνω]]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡδαίνω Medium diacritics: μυδαίνω Low diacritics: μυδαίνω Capitals: ΜΥΔΑΙΝΩ
Transliteration A: mydaínō Transliteration B: mydainō Transliteration C: mydaino Beta Code: mudai/nw

English (LSJ)

(μύδος A)

   A wet, soak, φάρμακα μυδήνας A.R.3.1247, cf. 1042, Lyc. 1008; also, = σήπω, Hsch. [ῠ in διαμυδαίνω.]

German (Pape)

[Seite 213] befeuchten, benetzen, durchwässern; Ap. Rh. 3, 1042. 1247; Lycophr. 1008; auch = durch Nässe verfaulen lassen, σήπω, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μῡδαίνω: (μύδος) διαβρέχω, ὑγραίνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1042, Λυκόφρ. 1008· ὡσαύτως = σήπω, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυδαίνω (Α)
1. υγραίνω, μουσκεύω
2. (κατά τον Ησύχ.) «σήπω».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ- του μυδῶ «είμαι μούσκεμα» με μεταβατική σημ. κατά τα ρ. σε -αίνω].