μυλοκόρος: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(c1)
 
(26)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] die Mühle fegend, den Mühlstein reinigend (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] die Mühle fegend, den Mühlstein reinigend (?).
}}
{{ls
|lstext='''μυλοκόρος''': ὁ καθαρίζων, σαρώνων, τὸν μύλον ἢ τὴν μυλόπετραν, [[μυλωθρός]], μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μυλοκόρος]])<br />αυτός που καθαρίζει τον μύλο ή την [[μυλόπετρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κορῶ</i> «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νεω</i>-[[κόρος]], <i>σηκο</i>-[[κόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 217] die Mühle fegend, den Mühlstein reinigend (?).

Greek (Liddell-Scott)

μυλοκόρος: ὁ καθαρίζων, σαρώνων, τὸν μύλον ἢ τὴν μυλόπετραν, μυλωθρός, μεταγεν.

Greek Monolingual

ο (Α μυλοκόρος)
αυτός που καθαρίζει τον μύλο ή την μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -κόρος (< κορῶ «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω-κόρος, σηκο-κόρος.