ὁμηρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
(13_5)
 
(28)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0330.png Seite 330]] dem Homer nachahmen, in homerischer Sprache, in Homer's Art dichten, sich eines homerischen Ausdrucks bedienen, VLL. – Aber Achill. Tat. 8, 9 liegt eine obscöne Anspielung auf [[διαμηρίζω]] darin, Unzucht treiben. – Bei Artemid. 4, 3 = schröpfen. S. [[ὁμηριστής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0330.png Seite 330]] dem Homer nachahmen, in homerischer Sprache, in Homer's Art dichten, sich eines homerischen Ausdrucks bedienen, VLL. – Aber Achill. Tat. 8, 9 liegt eine obscöne Anspielung auf [[διαμηρίζω]] darin, Unzucht treiben. – Bei Artemid. 4, 3 = schröpfen. S. [[ὁμηριστής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμηρίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιμούμαι]] τον Όμηρο, [[γράφω]] ποιήματα χρησιμοποιώντας ομηρικές φράσεις<br /><b>2.</b> <b>θεατρ.</b> [[εκτελώ]] σκηνές από τα ομηρικά έπη<br /><b>3.</b> (για άρρενες) συνουσιάζομαι [[παρά]] φύσιν<br /><b>4.</b> [[αφαιρώ]] [[αίμα]] με [[βεντούζα]], [[κάνω]] κοφτές βεντούζες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ὅμηρος]]. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «συνουσιάζομαι [[παρά]] φύσιν», λόγω παρετυμολογικής σύνδεσής του με το ουσ. [[μηρός]].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 330] dem Homer nachahmen, in homerischer Sprache, in Homer's Art dichten, sich eines homerischen Ausdrucks bedienen, VLL. – Aber Achill. Tat. 8, 9 liegt eine obscöne Anspielung auf διαμηρίζω darin, Unzucht treiben. – Bei Artemid. 4, 3 = schröpfen. S. ὁμηριστής.

Greek Monolingual

ὁμηρίζω (Α)
1. μιμούμαι τον Όμηρο, γράφω ποιήματα χρησιμοποιώντας ομηρικές φράσεις
2. θεατρ. εκτελώ σκηνές από τα ομηρικά έπη
3. (για άρρενες) συνουσιάζομαι παρά φύσιν
4. αφαιρώ αίμα με βεντούζα, κάνω κοφτές βεντούζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὅμηρος. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «συνουσιάζομαι παρά φύσιν», λόγω παρετυμολογικής σύνδεσής του με το ουσ. μηρός.