μυρμηκώεις: Difference between revisions

From LSJ
(6_8)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρμηκώεις''': εσσα, εν, διαφ. γραφ. ἀντὶ [[μυρμηκώδης]] παρὰ Μαρκ. Σιδ., ἴδε [[μυρμηκώδης]].
|lstext='''μυρμηκώεις''': εσσα, εν, διαφ. γραφ. ἀντὶ [[μυρμηκώδης]] παρὰ Μαρκ. Σιδ., ἴδε [[μυρμηκώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρμηκώεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> με [[έκταση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> <i>μελισσ</i>-<i>όεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκώεις Medium diacritics: μυρμηκώεις Low diacritics: μυρμηκώεις Capitals: ΜΥΡΜΗΚΩΕΙΣ
Transliteration A: myrmēkṓeis Transliteration B: myrmēkōeis Transliteration C: myrmikoeis Beta Code: murmhkw/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A full of warts, κάρηνα Marc.Sid.97.

German (Pape)

[Seite 220] εσσα, εν, voll Warzen, Marcell. Sid.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκώεις: εσσα, εν, διαφ. γραφ. ἀντὶ μυρμηκώδης παρὰ Μαρκ. Σιδ., ἴδε μυρμηκώδης.

Greek Monolingual

μυρμηκώεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. -όεις με έκταση του -ο- σε -ω- για μετρικούς λόγους (πρβλ. μελισσ-όεις)].