μυωπίασις: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυωπίασις''': ἡ, «μυωπίασίς ἐστι [[διάθεσις]] ἐκ γενετῆς, δι’ ἣν τὰ μὲν πλησία ὁρῶμεν, τὰ δὲ πόρρωθεν, ἢ ἐπὶ βραχύ, ἢ οὐδὲ [[ὅλως]]» Ὅροι Ἰατρ. | |lstext='''μυωπίασις''': ἡ, «μυωπίασίς ἐστι [[διάθεσις]] ἐκ γενετῆς, δι’ ἣν τὰ μὲν πλησία ὁρῶμεν, τὰ δὲ πόρρωθεν, ἢ ἐπὶ βραχύ, ἢ οὐδὲ [[ὅλως]]» Ὅροι Ἰατρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυωπίασις]], ἡ (Α)<br />το να έχει [[κάποιος]] [[μυωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύωψ]], -<i>ωπος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίασις</i> (<b>βλ.</b> -[[ίαση]]) μέσω ενός αμάρτυρου <i>μυωπιάω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A short sight, Gal.19.436.
German (Pape)
[Seite 225] ἡ, = μυωπία, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
μυωπίασις: ἡ, «μυωπίασίς ἐστι διάθεσις ἐκ γενετῆς, δι’ ἣν τὰ μὲν πλησία ὁρῶμεν, τὰ δὲ πόρρωθεν, ἢ ἐπὶ βραχύ, ἢ οὐδὲ ὅλως» Ὅροι Ἰατρ.
Greek Monolingual
μυωπίασις, ἡ (Α)
το να έχει κάποιος μυωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος (Ι) + κατάλ. -ίασις (βλ. -ίαση) μέσω ενός αμάρτυρου μυωπιάω].