μυωπίασις

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠωπίασις Medium diacritics: μυωπίασις Low diacritics: μυωπίασις Capitals: ΜΥΩΠΙΑΣΙΣ
Transliteration A: myōpíasis Transliteration B: myōpiasis Transliteration C: myopiasis Beta Code: muwpi/asis

English (LSJ)

ἡ, short sight, Gal.19.436.

German (Pape)

[Seite 225] ἡ, = μυωπία, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μυωπίασις: ἡ, «μυωπίασίς ἐστι διάθεσις ἐκ γενετῆς, δι’ ἣν τὰ μὲν πλησία ὁρῶμεν, τὰ δὲ πόρρωθεν, ἢ ἐπὶ βραχύ, ἢ οὐδὲ ὅλως» Ὅροι Ἰατρ.

Greek Monolingual

μυωπίασις, ἡ (Α)
το να έχει κάποιος μυωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος (Ι) + κατάλ. -ίασις (βλ. -ίαση) μέσω ενός αμάρτυρου μυωπιάω].