μυωπίασις
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
ἡ, short sight, Gal.19.436.
German (Pape)
[Seite 225] ἡ, = μυωπία, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
μυωπίασις: ἡ, «μυωπίασίς ἐστι διάθεσις ἐκ γενετῆς, δι’ ἣν τὰ μὲν πλησία ὁρῶμεν, τὰ δὲ πόρρωθεν, ἢ ἐπὶ βραχύ, ἢ οὐδὲ ὅλως» Ὅροι Ἰατρ.
Greek Monolingual
μυωπίασις, ἡ (Α)
το να έχει κάποιος μυωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος (Ι) + κατάλ. -ίασις (βλ. -ίαση) μέσω ενός αμάρτυρου μυωπιάω].