νάννας: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=(ὁ) :<br />tonton <i>(mot d’enfant)</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[νέννος]]. | |btext=(ὁ) :<br />tonton <i>(mot d’enfant)</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[νέννος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νάννας]], ὁ, θηλ. νάννα (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[θείος]] ή [[θεία]] από τον [[πατέρα]] ή από τη [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[νέννος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, or νάννα, ἡ,
A maternal or paternal uncle or aunt, Hsch.; cf. νέννος. νάννη, ἡ, maternal aunt, Id.
German (Pape)
[Seite 228] ὁ, = νέννος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
νάννας: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. νέννος.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
tonton (mot d’enfant).
Étymologie: DELG v. νέννος.
Greek Monolingual
νάννας, ὁ, θηλ. νάννα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) θείος ή θεία από τον πατέρα ή από τη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. νέννος.