ναυσία: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
(6_2) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυσία''': [[ναυσιάω]], ἴδε ἐν λ. [[ναυτία]], -ιάω. | |lstext='''ναυσία''': [[ναυσιάω]], ἴδε ἐν λ. [[ναυτία]], -ιάω. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ναυσία]] και ιων. τ. ναυσίη, ἡ (Α)<br />[[ναυτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναύτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>, με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φυτόν]] - <i>φύσ</i>-<i>ις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη,
A v. ναυτία.
German (Pape)
[Seite 232] ἡ, att. ναυτία, ἡ, die Schiffs- oder Seekrankheit, Uebelkeit mit Erbrechen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; überhaupt Ekel, Widerwillen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσία: ναυσιάω, ἴδε ἐν λ. ναυτία, -ιάω.
Greek Monolingual
ναυσία και ιων. τ. ναυσίη, ἡ (Α)
ναυτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. -ία, με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φυτόν - φύσ-ις)].