νάρτη: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νάρτη''': ἡ, Ἰνδικόν τι ἄρωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Schneid. | |lstext='''νάρτη''': ἡ, Ἰνδικόν τι ἄρωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Schneid. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νάρτη]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] φυτού που χρησιμοποιούνταν στην [[αρωματοποιία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, plant used in perfumery, Thphr.HP9.7.3.
German (Pape)
[Seite 230] ἡ, ein indisches Gewürz, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
νάρτη: ἡ, Ἰνδικόν τι ἄρωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3, ἔνθα ἴδε τὸν Schneid.
Greek Monolingual
νάρτη, ἡ (Α)
είδος φυτού που χρησιμοποιούνταν στην αρωματοποιία.