νενός: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6_12)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νενός''': ἴδε [[νενίηλος]].
|lstext='''νενός''': ἴδε [[νενίηλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νενός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εὐήθης]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «[[νενίηλος]]<br />[[τυφλός]], [[ανόητος]]» (<b>βλ. λ.</b> [[νενίηλος]])].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νενός Medium diacritics: νενός Low diacritics: νενός Capitals: ΝΕΝΟΣ
Transliteration A: nenós Transliteration B: nenos Transliteration C: nenos Beta Code: neno/s

English (LSJ)

εὐήθης, Hsch. νένοφεν· νενέφωται, Phot.;

   A v. συννέφω.

Greek (Liddell-Scott)

νενός: ἴδε νενίηλος.

Greek Monolingual

νενός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «εὐήθης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη γλώσσα του Ησύχ. «νενίηλος
τυφλός, ανόητος» (βλ. λ. νενίηλος)].