νενίηλος
English (LSJ)
[ῐ], ον, foolish, silly: or weak-eyed, purblind, Call.Jov. 63, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 241] thöricht, blödsinnig; bei Callim. H. Iov. 63 erkl. der Schol. ματαιόφρων, Hesych. τυφλός, ἀπόπληκτος. Bei den Gramm. finden sich in derselben Bdtg νινηλός, νενιαστής. Ruhnk. ad Tim. 102 vergleicht damit ἐνεός, βλεννός.
Greek (Liddell-Scott)
νενίηλος: -ον, εὐήθης, μωρός, ἐστερημένος τοῦ νοῦ, ὃς μάλα μὴ νενίηλος, «ματαιόφρων καὶ ἐστερημένος τοῦ αἰόλλειν καὶ κινεῖν τὸν νοῦν» (Σχόλ.), Καλλ. εἰς Δία 63. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νενίηλος. τυφλός. ἀπόπληκτος, ἀνόητος», - ὁ αὐτ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας μνημονεύει τὴν λέξιν: νενός· «εὐήθης».
Greek Monolingual
νενίηλος, -ον (Α)
1. μωρός, ανόητος, παλαβός
2. κοντόθωρος, με ασθενή όραση
3. (κατά τον Ησύχ.) «νενίηλος
τυφλός, ἀπόπληκτος. ἀνόητος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. έχει σχηματιστεί με αναδιπλασιασμό και προέρχεται πιθ. από τη νηπιακή γλώσσα. Για το επίθημα -ηλος πρβλ. ασύφ-ηλος, κίβδ-ηλος. Η σύνδεση της λ. με το νέννος δεν θεωρείται πιθανή].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: about unwise, blinded, after H. = τυφλός, ἀπόπληκτος, ἀνόητος (Call. Jov. 63);
Derivatives: besides, very doubtful, ἐνίηλος (prob. <ν>ε-) ἀνόητος; also νενός εὑήθης H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Popular reduplicated formation without etymology; suffix as in κίβδηλος, ἀσύφηλος a.o. (Chantraine Form. 241 f.). Fur. 392.
Frisk Etymology German
νενίηλος: {neníēlos}
Meaning: etwa unverständig, verblendet, nach H. = τυφλός, ἀπόπληκτος, ἀνόητος (Kall. Jov. 63);
Derivative: daneben, sehr fraglich, ἐνίηλος (wohl <ν>ε-)· ἀνόητος; auch νενός· εὐήθης H.
Etymology: Volkstümliche Reduplikationsbildung ohne Etymologie; Suffix wie in κίβδηλος, ἀσύφηλος u.a. (Chantraine Form. 241 f.).
Page 2,304