νενός

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νενός Medium diacritics: νενός Low diacritics: νενός Capitals: ΝΕΝΟΣ
Transliteration A: nenós Transliteration B: nenos Transliteration C: nenos Beta Code: neno/s

English (LSJ)

εὐήθης, Hsch. νένοφεν· νενέφωται, Phot.; v. συννέφω.

Greek (Liddell-Scott)

νενός: ἴδε νενίηλος.

Greek Monolingual

νενός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «εὐήθης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη γλώσσα του Ησύχ. «νενίηλος
τυφλός, ανόητος» (βλ. λ. νενίηλος)].