νεογνός: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />nouveau-né.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[γίγνομαι]]. | |btext=ός, όν :<br />nouveau-né.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[γίγνομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νεογνός]], -όν, θηλ. και νεογνή)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[νεογνό]]<br />[[βρέφος]] ή ζώο που γεννήθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο, το νεογέννητο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ιατρ.) το [[βρέφος]] έως το [[τέλος]] της τέταρτης εβδομάδας από τη γέννησή του<br /><b>μσν.</b><br />(για ζώα και [[κυρίως]] για άλογα) αυτός που [[είναι]] [[μικρός]] σε [[ηλικία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γεννήθηκε [[πριν]] από λίγο, [[αρτιγέννητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνός</i> (το μοναδικό συνθ. σε -<i>γνος</i> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] -<i>γν</i>- της ρίζας <i>γεν</i>- του <i>γί</i>-<i>γν</i>-<i>ομαι</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = νεόγονος, παῖς h.Cer.141, cf. h.Merc.406, Hdt.2.2, Hp.Aph.3.24, A.Ag.1163 codd. (lyr.), E.Ion31: in Att. Prose, X.Oec.7.21: freq. of young beasts, ποίμνης νεογνὸν θρέμμα E.El.495; τὰ νεογνά X.Cyn.5.14, Arist.PA665b7.
German (Pape)
[Seite 241] zsgzgn aus νεόγονος, neugeboren; H. h. Cer. 141; Aesch. Ag. 1135; Eur. El. 1108; βρέφος, Ion 31; θρέμμα, El. 495; παιδία, Her. 2, 2; Xen. Cyn. 10, 23 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεογνός: -όν, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ νεόγονος, παῖς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 141, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 406, Ἡρόδ. 2. 2, Ἱππ. Ἀφ. 1248· - ὡσαύτως παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1163, Εὐρ. Ἴων 31· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Οἰκ. 7, 21· συχν. ἐπὶ νεογεννήτων ζῴων, ν. νεβροὶ ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 10. 23, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 495· τὰ νεογνὰ Ξεν. Κυν. 5, 14, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 4.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
nouveau-né.
Étymologie: νέος, γίγνομαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νεογνός, -όν, θηλ. και νεογνή)
το ουδ. ως ουσ. το νεογνό
βρέφος ή ζώο που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, το νεογέννητο
νεοελλ.
(βιολ.-ιατρ.) το βρέφος έως το τέλος της τέταρτης εβδομάδας από τη γέννησή του
μσν.
(για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που είναι μικρός σε ηλικία
αρχ.
αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο, αρτιγέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -γνός (το μοναδικό συνθ. σε -γνος < μηδενισμένη βαθμίδα -γν- της ρίζας γεν- του γί-γν-ομαι)].