νυκτοπότιον: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(6_22)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτοπότιον''': τό, νυκτερινὸν ποτόν, Σύμμαχ. ἐν Π. Δ. (Α΄ Βασιλ. ΚϚ΄ 11).
|lstext='''νυκτοπότιον''': τό, νυκτερινὸν ποτόν, Σύμμαχ. ἐν Π. Δ. (Α΄ Βασιλ. ΚϚ΄ 11).
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτοπότιον]], τὸ (Α)<br />[[ποτό]] που πίνεται τη [[νύχτα]], νυχτερινό [[ποτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτόν]]].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοπότιον Medium diacritics: νυκτοπότιον Low diacritics: νυκτοπότιον Capitals: ΝΥΚΤΟΠΟΤΙΟΝ
Transliteration A: nyktopótion Transliteration B: nyktopotion Transliteration C: nyktopotion Beta Code: nuktopo/tion

English (LSJ)

τό,

   A night-cup, Sm.1 Ki. 26.11.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπότιον: τό, νυκτερινὸν ποτόν, Σύμμαχ. ἐν Π. Δ. (Α΄ Βασιλ. ΚϚ΄ 11).

Greek Monolingual

νυκτοπότιον, τὸ (Α)
ποτό που πίνεται τη νύχτα, νυχτερινό ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ποτόν].