πεζοπορία: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6_9) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεζοπορία''': ἡ, [[ὁδοιπορία]] διὰ ξηρᾶς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 105, Ἐκκλ.· -[[πορεία]], Φωτ. Βίβλ. 183. 10, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς. | |lstext='''πεζοπορία''': ἡ, [[ὁδοιπορία]] διὰ ξηρᾶς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 105, Ἐκκλ.· -[[πορεία]], Φωτ. Βίβλ. 183. 10, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πεζοπόρος]]<br />[[βάδισμα]] με τα πόδια, [[πορεία]] πεζή, [[περπάτημα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ταξίδι]] στην [[ξηρά]], [[οδοιπορία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A landjourney, Hdn.Epim.105.
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, zu Fuße Gehen, Hdn. epimer. 105.
Greek (Liddell-Scott)
πεζοπορία: ἡ, ὁδοιπορία διὰ ξηρᾶς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 105, Ἐκκλ.· -πορεία, Φωτ. Βίβλ. 183. 10, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πεζοπόρος
βάδισμα με τα πόδια, πορεία πεζή, περπάτημα
μσν.-αρχ.
ταξίδι στην ξηρά, οδοιπορία.