περιστεφής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />couronné.<br />'''Étymologie:''' [[περιστέφω]].
|btext=ής, ές :<br />couronné.<br />'''Étymologie:''' [[περιστέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ [[περιστέφω]]<br />αυτός που περιβάλλεται από [[παντού]] σαν με [[στεφάνι]], [[στεφανωμένος]] [[ολόγυρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιτριγυρίζει, που περιβάλλει [[κάτι]], που περικυκλώνει [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιστεφῶς</i> ΜΑ<br />με τρόπο περιστεφή.
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστεφής Medium diacritics: περιστεφής Low diacritics: περιστεφής Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: peristephḗs Transliteration B: peristephēs Transliteration C: peristefis Beta Code: peristefh/s

English (LSJ)

ές,

   A wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, S.El.895.    II Act., twining, encircling, κισσός E.Ph.651 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 594] ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνθέων θήκην πατρός, Soph. El. 883; χώρα ὄρεσι π., Plut. Fab. M. 6, – κισσός, Eur. Phoen. 654, akt.

Greek (Liddell-Scott)

περιστεφής: -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné.
Étymologie: περιστέφω.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ περιστέφω
αυτός που περιβάλλεται από παντού σαν με στεφάνι, στεφανωμένος ολόγυρα
αρχ.
αυτός που περιτριγυρίζει, που περιβάλλει κάτι, που περικυκλώνει κάτι.
επίρρ...
περιστεφῶς ΜΑ
με τρόπο περιστεφή.