οὐλοκίκιννα: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_20) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐλοκίκιννα''': ποιητ. ἀντὶ [[οὖλοι]] κίκιννοι (πρβλ. [[οὐλοκάρηνος]] ΙΙ), Τελέσιλλα παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 23˙ ὁ Bgk. (9) ἀναγινώσκει οὐλοκίκιννος. | |lstext='''οὐλοκίκιννα''': ποιητ. ἀντὶ [[οὖλοι]] κίκιννοι (πρβλ. [[οὐλοκάρηνος]] ΙΙ), Τελέσιλλα παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 23˙ ὁ Bgk. (9) ἀναγινώσκει οὐλοκίκιννος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οὐλοκίκιννα]], τὰ (Α)<br />(ποιητ. τ. [[αντί]] [[οὖλοι]] κίκιννοι</i>) τα κατσαρά τσουλούφια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (II) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[κίκιννος]] «τσουλούφια αλόγων»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
[κῐκ], poet.for οὖλοι κίκιννοι (cf.
A οὐλοκάρηνος 11), Telesill. ap. Poll.2.23 (Bgk.(8) reads οὐλοκίκιννος).
German (Pape)
[Seite 413] τά, poet. = οὖλοι κίκιννοι, krause Locken, Telesilla bei Poll. 2, 23. Vgl. οὐλόκρανος.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλοκίκιννα: ποιητ. ἀντὶ οὖλοι κίκιννοι (πρβλ. οὐλοκάρηνος ΙΙ), Τελέσιλλα παρὰ Πολυδ. Β΄, 23˙ ὁ Bgk. (9) ἀναγινώσκει οὐλοκίκιννος.
Greek Monolingual
οὐλοκίκιννα, τὰ (Α)
(ποιητ. τ. αντί οὖλοι κίκιννοι) τα κατσαρά τσουλούφια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κίκιννος «τσουλούφια αλόγων»].