παροικοδόμημα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(6_21)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παροικοδόμημα''': τό, διάφράγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 3.
|lstext='''παροικοδόμημα''': τό, διάφράγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 3.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παροικοδομώ]]<br /><b>1.</b> [[οικοδόμημα]] κτισμένο [[κοντά]], παράλληλα ή [[απέναντι]] σε [[άλλο]] [[οικοδόμημα]]<br /><b>2.</b> [[μεσότοιχος]], [[χώρισμα]], [[διάφραγμα]]<br /><b>3.</b> [[οικοδόμημα]] [[δίπλα]] σε δρόμο.
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροικοδόμημα Medium diacritics: παροικοδόμημα Low diacritics: παροικοδόμημα Capitals: ΠΑΡΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ
Transliteration A: paroikodómēma Transliteration B: paroikodomēma Transliteration C: paroikodomima Beta Code: paroikodo/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A partition wall, Arist.PA672b19.    II building beside a road, prob.cj. in D.C.68.15(pl.).

German (Pape)

[Seite 525] τό, ein Nebengebäude, Arist. partt. anim. 3, 10, übertr.

Greek (Liddell-Scott)

παροικοδόμημα: τό, διάφράγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 3.

Greek Monolingual

τὸ, Α παροικοδομώ
1. οικοδόμημα κτισμένο κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα
2. μεσότοιχος, χώρισμα, διάφραγμα
3. οικοδόμημα δίπλα σε δρόμο.