οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(28) |
(No difference)
|
ὁμολεχής, -ές (Α)
ομόλεκτρος, αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. κοινο-λεχής].