παρίσωμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρίσωμα''': τό, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1˙ πρβλ. [[πάρισος]] ΙΙ. | |lstext='''παρίσωμα''': τό, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1˙ πρβλ. [[πάρισος]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το Α [[παρισώ]]<br />η [[παρίσωσις]], η [[ισότητα]], η [[ομοιότητα]] και [[ιδίως]] [[κατά]] την [[κατάταξη]] τών λέξεων ή τών περιόδων του λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η [[ομοιοκαταληξία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, = sq., Cratin. Jun.7.4.
German (Pape)
[Seite 524] τό, Aehnlichkeit, Gleichheit, bes. der Wortstellung, oder der Glieder eines Redesatzes, gleiche Endung der Kola, Cratin. iun. bei D. L. 8, 37.
Greek (Liddell-Scott)
παρίσωμα: τό, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1˙ πρβλ. πάρισος ΙΙ.
Greek Monolingual
το Α παρισώ
η παρίσωσις, η ισότητα, η ομοιότητα και ιδίως κατά την κατάταξη τών λέξεων ή τών περιόδων του λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η ομοιοκαταληξία.