ποντιάς: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(SL_2)
(33)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ποντῐᾰς</b> f. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of the [[sea]] βαθεῖα ποντιὰς [[ἅλμα]] (N. 4.36) ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων (I. 4.20)
|sltr=<b>ποντῐᾰς</b> f. adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of the [[sea]] βαθεῖα ποντιὰς [[ἅλμα]] (N. 4.36) ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων (I. 4.20)
}}
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], η, ΝΑ<br />αυτή που ανήκει στον πόντο, στη [[θάλασσα]] (α. «ποντιὰς [[αὔρα]]» β. «ποντιὰς [[ἅλμα]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ποντιὰς [[γέφυρα]]» — ο [[ισθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόντος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νησ</i>-<i>ιάς</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντιάς Medium diacritics: ποντιάς Low diacritics: ποντιάς Capitals: ΠΟΝΤΙΑΣ
Transliteration A: pontiás Transliteration B: pontias Transliteration C: pontias Beta Code: pontia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, poet. fem. of

   A πόντιος, ἅλμα Pi.N.4.36; γέφυρα π., i.e. the Isthmus, Id.I.4(3).20; π. αὔρα E.Hec.444 (lyr.); χελώνη Crates Com.29.

German (Pape)

[Seite 681] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu πόντιος; ἅλμα, Pind. N. 4, 36; γέφυρα, I. 3, 38, der Isthmus; αὔρα, Eur. Hec. 444; χελώνη, Crates bei Ath. III, 117 b.

Greek (Liddell-Scott)

ποντιάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ πόντιος, ἅλμα Πινδ. Ν. 4. 59· π. γέφυρα, δηλ. ὁ ἰσθμός, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 34· π. αὔρα Εὐρ. Ἑκάβ. 444· χελώνη Κράτης Κωμ. ἐν «Σαμίοις» 1.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de la mer, maritime.
Étymologie: πόντος.

English (Slater)

ποντῐᾰς f. adj.,
   1 of the sea βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα (N. 4.36) ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων (I. 4.20)

Greek Monolingual

-άδος, η, ΝΑ
αυτή που ανήκει στον πόντο, στη θάλασσα (α. «ποντιὰς αὔρα» β. «ποντιὰς ἅλμα», Πίνδ.)
αρχ.
φρ. «ποντιὰς γέφυρα» — ο ισθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κατάλ. -ιάς (πρβλ. νησ-ιάς)].